- συναναστρέφεται
- συναναστρέφωturn back togetherpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγοροκόριτσο — το 1. κορίτσι με εμφάνιση ή συμπεριφορά αγοριού 2. ατίθασο, άτακτο κορίτσι που συναναστρέφεται με αγόρια 3. κορίτσι κακοαναθρεμμένο και ανάγωγο … Dictionary of Greek
απρόσμικτος — ἀπρόσμικτος, ον (Α) [προσμείγνυμι] αυτός που δεν συναναστρέφεται με άλλους, ακοινώνητος … Dictionary of Greek
δρακονθόμιλος — δρακονθόμιλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με δράκοντες … Dictionary of Greek
επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… … Dictionary of Greek
ζιγκολέτ — και ζιγκολέτα, η κορίτσι τού δρόμου, νέα γυναίκα ελευθέριων ηθών, που συναναστρέφεται με κακοποιά στοιχεία, απάχισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gigolette, θηλ. τού gigolo] … Dictionary of Greek
μονόχνοτος — η, ο αυτός που δεν τού αρέσει να συναναστρέφεται άλλους, αυτός που θέλει να ζει μόνος, ακοινώνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χνότο,] … Dictionary of Greek
νεκυηπόλος — νεκυηπόλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κατευθύνομαι»), πρβλ. θαλαμη πόλος. Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχέων] … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek
οαριστής — ὀαριστής, ὁ (Α) [οαρίζω] φίλος με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται κανείς με εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, συνομιλητής, σύντροφος («Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… … Dictionary of Greek